- ὄρφνα
- ὄρφνα1 darkness of night
οἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν O. 1.71
κυάναιγις ἐν ὄρφνᾳ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.70
ἁμέραισιν μὲν ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν P. 1.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν O. 1.71
κυάναιγις ἐν ὄρφνᾳ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.70
ἁμέραισιν μὲν ἀλλ' ἐν ὄρφναισιν P. 1.23
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὄρφνα — ὄρφνᾱ , ὄρφνη the darkness fem nom/voc/acc dual ὄρφνᾱ , ὄρφνη the darkness fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφνά — ὀρφνός dark neut nom/voc/acc pl ὀρφνά̱ , ὀρφνός dark fem nom/voc/acc dual ὀρφνά̱ , ὀρφνός dark fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρφνᾳ — ὄρφναι , ὄρφνη the darkness fem nom/voc pl ὄρφνᾱͅ , ὄρφνη the darkness fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρφνας — ὄρφνᾱς , ὄρφνη the darkness fem acc pl ὄρφνᾱς , ὄρφνη the darkness fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρφναν — ὄρφνᾱν , ὄρφνη the darkness fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινοφαής — κελαινοφαής, ές (Α) αυτός που φωτίζει αμυδρά («ὦ Νυκτὸς κελαινοφαὴς ὄρφνα» ώ σκοτεινό λυκόφως, ώ μαυροφώτεινο σκοτάδι τής Νύχτας, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + φαής (< φάος «φως»), πρβλ. λαμπρο φαής, ολιγο φαής] … Dictionary of Greek
όρφνη — Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μητέρα του Ασκάλαφου από τον Αχέροντα. * * * ὄρφνη, δωρ. τ. ὄρφνα, ἡ (Α) 1. το σκοτάδι τής νύχτας 2. η νύχτα 3. φρ. «χθονὸς μέλαινα ὄρφνη» ο Αδης, ο Κάτω Κόσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ.,… … Dictionary of Greek